Raffaello,_concilio_degli_dei_02

Απόλλωνας. Ο θεός του φωτός

Ο θεός του φωτός και του ήλιου, της ποίησης, της μουσικής και της μαντείας. Στον ύμνο για τον Πύθιο Απόλλωνα, οι Μούσες έψαλλαν, οι Χάριτες και οι Ώρες χόρευαν και ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα του. Γι' αυτό ήταν ο αρχηγός του χορού των Μουσών, ο Μουσηγέτης και η λύρα ήταν το όργανο του. Οι αρχαίοι Έλληνες του είχαν δώσει τα επίθετα αειγενέτης (εκείνος που γεννιέται ασταμάτητα), ακερσεκόμης (αυτός που έχει μακριά μαλλιά), εκατήβολος (αυτός που ρίχνει τα βέλη του από μακριά), Φοίβος (ο λαμπερός θεός) και χρυσοκόμης (αυτός που έχει ξανθά και χρυσά μαλλιά).

Σε διάφορα αγάλματα ο Απόλλωνας αναπαριστάται ως ένας νέος γυμνός με πλατύ στήθος και ώμους, ενώ η όψη του είναι σοβαρή και αυστηρή. Έχει μακριά μαλλιά που πέφτουν μπροστά στο στήθος του και τα χέρια του βρίσκονται είτε τεντωμένα μπροστά να κρατούν διάφορα αντικείμενα, είτε κάτω κατά μήκος του σώματος του. Το τεράστιο άγαλμα του Απόλλωνα στη Δήλο παρουσίαζε το θεό να κρατά στο ένα χέρι του το τόξο και στο άλλο τις τρεις Χάριτες. Σε άλλα αγάλματα, όπως το χάλκινο του Απόλλωνα του Piombino που βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου, αναπαριστάται ο θεός να έχει τα μαλλιά του δεμένα στο κεφάλι του, ενώ το ύφος του είναι ευγενικό και γαλήνιο.

Η γέννηση του Απόλλωνα

Ο Απόλλωνας γεννήθηκε από την ένωση του Δία και της Λητούς, σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου (Λητὼ δ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν,/ἱμερόεντα γόνον περὶ πάντων Οὐρανιώνων,/γείνατο, αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα.) (στίχοι 918-920). Η Λητώ, κυνηγημένη από την Ήρα, περιπλανήθηκε από περιοχή σε περιοχή για να βρει ένα μέρος να γεννήσει τον Απόλλωνα μέχρι που ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα από τη θάλασσα η Αστερία, η οποία μεταμορφώθηκε στη νήσο Δήλο και δέχτηκε την ετοιμόγεννη αδελφή της. Στον Ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα (στ. 117-119), η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα με τη βοήθεια της θεάς των τοκετών Ειλειθύιας κάτω από ένα φοίνικα (ἀμφὶ δὲ φοίνικι βάλε πήχεε, γοῦνα δ᾽ ἔρεισε/λειμῶνι μαλακῷ, μείδησε δὲ γαῖ᾽ ὑπένερθεν·/ἐκ δ᾽ ἔθορε πρὸ φόως δέ, θεαὶ δ᾽ ὀλόλυξαν ἅπασαι.). Ο φοίνικας συμβολίζει την αυγή, δηλαδή το πορφυρό χρώμα που βάφεται ο ουρανός κατά την ανατολή, πριν την εμφάνιση του ήλιου.

Η Λητώ ήταν κόρη των Τιτάνων Κοίου και Φοίβης και όπως μας αναφέρει ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά του (βιβλίο 8, 6.14), υπήρχε στη Δήλο μεγάλος ναός προς τιμή της. Η Λητώ κέρδισε το νησί αντί του Ποσειδώνα, ο οποίος έλαβε ως αντάλλαγμα την Καλαυρία (σημ. Πόρος) (ἐνταῦθα ἦν ἄσυλον Ποσειδῶνος ἱερόν, καί φασι τὸν θεὸν τοῦτον ἀλλάξασθαι πρὸς μὲν Λητὼ τὴν Καλαυρίαν ἀντιδόντα Δῆλον, πρὸς Ἀπόλλωνα δὲ Ταίναρον ἀντιδόντα Πυθώ.).

Απόλλωνας και Δελφοί

Σύμφωνα με το μύθο, όπως μας τον εξιστορεί ο τραγικός ποιητής Αισχύλος στο έργο του Ευμενίδες (στίχοι 1-8) πριν την εμφάνιση του Απόλλωνα, το μαντείο των Δελφών ανήκε σε πολλές άλλες θεότητες όπως η Γαία, η Θέμιδα και η Φοίβη. Η Γαία έδωσε το μαντείο στη κόρη της Θέμιδα και αυτή με τη σειρά της στη Φοίβη. Από τη Φοίβη η κατοχή του μαντείου πέρασε στον Απόλλωνα.

Πρῶτον μὲν εὐχῇ τῇδε πρεσβεύω θεῶν
τὴν πρωτόμαντιν Γαῖαν· ἐκ δὲ τῆς Θέμιν,
ἣ δὴ τὸ μητρὸς δευτέρα τόδ᾽ ἕζετο
μαντεῖον, ὡς λόγος τις· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ
λάχει, θελούσης, οὐδὲ πρὸς βίαν τινός,
Τιτανὶς ἄλλη παῖς Χθονὸς καθέζετο,
Φοίβη· δίδωσι δ᾽ ἣ γενέθλιον δόσιν
Φοίβῳ· τὸ Φοίβης δ᾽ ὄνομ᾽ ἔχει παρώνυμον.

Η διαδοχή της λατρείας στους Δελφούς από τη Γαία στον Απόλλωνα φανερώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα τάξη, ανάμεσα στους δαίμονες της Γης και τους θεούς του Ολύμπου. Η Γαία συμβολίζει τις δυνάμεις της Γης, ενώ στη μορφή της Θέμιδας εκφράζεται η ίδια η θρησκευτική αρχή. Η Φοίβη είναι η Σελήνη και ο Φοίβος συμβολίζει την ηλιακή όψη του Απόλλωνα. Ο Πλούταρχος στο έργο του Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων (παρ. 224) παραθέτει την ορφική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, το μαντείο των Δελφών ανήκε στη Νύχτα και τη Σελήνη. Έτσι η διαδοχή της κυριότητας του μαντείου γίνεται Γη-Σελήνη-Ήλιος. Για τον απλό άνθρωπο ήταν η μάχη μεταξύ της Γης και του Ήλιου, μεταξύ του Σκότους και του Φωτός.

Η Γαία στη Θεογονία του Ησίοδου (στ. 116-120) ήταν ένα από τα πρωταρχικά στοιχεία μαζί με το Χάος και τον Έρωτα. Γέννησε τον Ουρανό, τα Όρη, το Πέλαγος και τον Πόντο. Με τον Ουρανό απέκτησε έξι Τιτάνες και έξι Τιτανίδες (στ. 132-138). Μια από τις Τιτανίδες ήταν η Φοίβη, η οποία έσμιξε με τον Κοίο και απέκτησε δυο κόρες, την Αστερία και τη Λητώ.

Μια ωραία περιγραφή του φόνου του Πύθωνα από τον Απόλλωνα δίνει ο Ευρυπίδης στην τραγωδία του Ιφιγένεια εν Ταύροις (στ. 1234-1257). Ο Πύθωνας, γιος της Γαίας, ζούσε στον Παρνασσό και ήταν ο φύλακας του μαντείου. Η Ήρα είχε στείλει τον Πύθωνα να κυνηγήσει τη Λητώ για να μη γεννήσει. Αλλά ο δράκος δεν μπόρεσε εν τέλει να την εμποδίσει. Ο Απόλλωνας έφηβος κυνήγησε τον Πύθωνα και τον σκότωσε με ένα χρυσό βέλος. Έτσι έγινε κύριος του μαντείου των Δελφών και έλαβε το παρωνύμιο Πύθιος. Επειδή όμως είχε πέσει σε ηθικό παράπτωμα για το φόνο του Πύθωνα, αποφάσισε να αυτό-εξοριστεί για ένα χρόνο στα Τέμπη και να εξιλεωθεί. Μετά επέστρεψε στους Δελφούς με μια δάφνη στα χέρια του.

ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας
ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων
ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων,
τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ
μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον
γᾶς ἔχων μέλαθρον.

Ο Υπερβόρειος Απόλλωνας

Άπόλλωνας

Ένας από τους πλέον αινιγματικούς μύθους είναι αυτός του Υπερβόρειου Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως μας την περιγράφει ο Ηρόδοτος στο έργο του Ιστορίαι (βιβλίο Δ 4.32.1-4.35.4), όταν πλησίαζε η στιγμή της γέννησης του Απόλλωνα, οι Υπερβόρειοι έστειλαν στη Δήλο δυο παρθένες, τη Λαοδίκη και την Υπερόχη, οι οποίες μετέφεραν στη θεά των τοκετών Ειλειθύια τις προσφορές προς τους θεούς συσκευασμένες σε καλαμιές σιταριού, ώστε να έχει η Λητώ μια καλή γέννα. Μαζί με αυτές πήγαν εκεί και άλλες δυο κοπέλες, η Άργη και η Ώπη. Οι Υπερβόρειες παρθένες θεωρούνταν οι τροφοί του θεού Απόλλωνα και έμειναν για πάντα στη Δήλο. Ο τάφος τους βρίσκονταν στο ναό της Άρτεμης στη Δήλο, ενώ οι κάτοικοι της νήσου αφιέρωναν σε αυτές τάματα και θυσίες.

Η Υπερβορεία ήταν η χώρα στην οποία βασίλευε ο Απόλλωνας και επισκέπτονταν κάθε χειμώνα με το ιπτάμενο άρμα του, που το έσερναν δυο κύκνοι, ενώ την άνοιξη επέστρεφε στη Δήλο και στους Δελφούς. Οι Υπερβόρειοι θεωρούνταν οι αγαπημένοι ιερείς και υπηρέτες του θεού και όταν ο Απόλλωνας βρίσκονταν στη Δήλο και τους Δελφούς, έστελναν δώρα και προσφορές για να τον τιμήσουν. Έτσι η μυθική χώρα των Υπερβορείων έπαιξε ένα σπουδαίο ρόλο στην εγκαθίδρυση της λατρείας του Απόλλωνα στην Ελλάδα (Φωκικά Χ 5.7-5.8).

Στο τέλος του φθινοπώρου οι ιερείς έψελναν ύμνους που είχαν ένα θλιμμένο τόνο. Τραγουδούσαν την αποδημία του Απόλλωνα στην Υπερβορεία. Με τον ερχομό του θεού την άνοιξη τραγουδούσαν κλητικούς ύμνους και γιόρταζαν την επιδημία του θεού. Ο Απόλλωνας έρχονταν πίσω πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι και κρατούσε στο χέρι του τη λύρα και τη δάφνη. Στους Δελφούς τιμούσαν την επιστροφή του με τη γιορτή των Θεοφανίων.

Η λατρεία του Απόλλωνα

Επικλήσεις και παρωνύμια

Σύμφωνα με το Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Liddell-Scott, η λέξη Αγυιεύς σήμαινε τον οβελίσκο ή το βωμό που βρίσκονταν στο δρόμο μπροστά από τις πόρτες των σπιτιών. Ο Απόλλωνας λατρεύονταν ως Αγυιεύς στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή ως ο θεός-φύλακας των οδών και των ταξιδιωτών. Ο Παυσανίας αναφέρει τη λατρεία του Απόλλωνα Αγυιέα στο δήμο Αχαρνών (Αττικά Ι 31.6) και στην αρχαία Τεγέα. Στην αρχαία Μεγαλόπολη (Αρκαδικά VIII 32.4) υπήρχε άγαλμα του θεού με τετράγωνο σχήμα (εἰσὶ δὲ ὑποκαταβάντι ὀλίγον θεοὶ-- παρέχονται δὲ καὶ οὗτοι σχῆμα τετράγωνον, Ἐργάται δέ ἐστιν αὐτοῖς ἐπίκλησις--Ἀθηνᾶ τε Ἐργάνη καὶ Ἀπόλλων Ἀγυιεύς:).

Ο Λύκειος Απόλλων λατρεύονταν στην αρχαία Αθήνα ως ο προστάτης των κοπαδιών από τους λύκους και το ιερό του βρίσκονταν στη θέση του Λυκείου (Αττικά Ι 19.3) (Λύκειον δὲ ἀπὸ μὲν Λύκου τοῦ Πανδίονος ἔχει τὸ ὄνομα, Ἀπόλλωνος δὲ ἱερὸν ἐξ ἀρχῆς τε εὐθὺς καὶ καθ᾽ ἡμᾶς ἐνομίζετο, Λύκειός τε ὁ θεὸς ἐνταῦθα ὠνομάσθη πρῶτον·). Στην αρχαία Σικυώνα υπήρχε κατά τον Παυσανία (Κορινθιακά ΙΙ 9.7) ιερό του Λυκίου Απόλλωνα, όπως επίσης και στο Άργος. Ο Δαναός έχτισε το ιερό του Λυκίου Απόλλωνα προκειμένου να τιμήσει το θεό που τον βοήθησε να ανέβει στο θρόνο του Άργους και να εκθρονίσει τον Γελάνωρα (Κορινθιακά ΙΙ 19.3-19.4). Το άγαλμα του Απόλλωνα ήταν έργο του γλύπτη Αττάλου από την Αθήνα (Ἀργείοις δὲ τῶν ἐν τῇ πόλει τὸ ἐπιφανέστατόν ἐστιν Ἀπόλλωνος ἱερὸν Λυκίου. τὸ μὲν οὖν ἄγαλμα τὸ ἐφ' ἡμῶν Ἀττάλου ποίημα ἦν Ἀθηναίου, τὸ δὲ ἐξ ἀρχῆς Δαναοῦ καὶ ὁ ναὸς καὶ τὸ ξόανον ἀνάθημα ἦν: ξόανα γὰρ δὴ τότε εἶναι πείθομαι πάντα καὶ μάλιστα τὰ Αἰγύπτια. Δαναὸς δὲ ἱδρύσατο Λύκιον Ἀπόλλωνα ἐπ' αἰτίᾳ τοιαύτῃ. παραγενόμενος ἐς τὸ Ἄργος ἠμφισβήτει πρὸς Γελάνορα τὸν Σθενέλα περὶ τῆς ἀρχῆς).

Στην αρχαία Σπάρτη λάτρευαν τον Απόλλωνα Κάρνειο. Σύμφωνα με το μύθο, όπως τον διασώζει ο Παυσανίας (Λακωνικά III 13.5), ο Κάρνειος ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης και ανατράφηκε από τον Απόλλωνα και τη Λητώ. Κατά μια δεύτερη εκδοχή, ο Απόλλωνας θύμωσε που οι Αχαιοί έκοψαν ξύλα από το δάσος κρανιάς έξω από την Τροία για να φτιάξουν τον Δούρειο Ίππο και αυτοί τον εξευμένισαν καθιερώνοντας τη λατρεία του Κάρνειου Απόλλωνος. Στην Σικυώνα ο Παυσανίας (Κορινθιακά II 11.2) είδε τα ερείπια του ναού του Κάρνειου Απόλλωνα (ὀλίγον ἀπωτέρω Καρνείου ναός ἐστιν Ἀπόλλωνος: κίονες δὲ ἑστήκασιν ἐν αὐτῷ μόνοι, τοίχους δὲ οὐκέτι οὐδὲ ὄροφον οὔτε ἐνταῦθα εὑρήσεις οὔτε ἐν τῷ τῆς Προδρομίας Ἥρας.).

Ο φόνος του Πύθωνα έδωσε στον Απόλλωνα το παρωνύμιο Πύθιος. Ιερό και άγαλμα του Πύθιου Απόλλωνος υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα μετά το ναό του Ολυμπίου Διός στη δεξιά όχθη του ποταμού Ιλισού (Αττικά Ι 19.1). Στη Φενεό της αρχαίας Αρκαδίας υπήρχε επίσης ναός του Πύθιου Απόλλωνος (Αρκαδικά VIII 15.5). Ο Παυσανίας είδε τα ερείπια του ναού και ένα μεγάλο μαρμάρινο βωμό. Η παράδοση λέει οτι το ναό αυτό κατασκεύασε ο Ηρακλής (ἐς δὲ Πελλήνην ἐκ Φενεοῦ καὶ ἐς Αἴγειραν ἰόντι Ἀχαιῶν πόλιν, πέντε που προεληλυθότι καὶ δέκα σταδίους, Ἀπόλλωνός ἐστι Πυθίου ναός: ἐρείπια δὲ ἐλείπετο αὐτοῦ μόνα καὶ βωμὸς μέγας λίθου λευκοῦ. ἐνταῦθα ἔτι καὶ νῦν Ἀπόλλωνι Φενεᾶται καὶ Ἀρτέμιδι θύουσιν, Ἡρακλέα ἑλόντα Ἦλιν τὸ ἱερὸν λέγοντες ποιῆσαι). Ερειπωμένο ιερό του υπήρχε και στο δρόμο Τεγέας-Άργους.

Αγρευτής
- Ο προστάτης των κυνηγών
Αλεξίκακος
- Ο θεός της υγείας και της ζωής. Ο Παυσανίας αναφέρει (Αττικά I 3.4) ότι ο Απόλλωνας σταμάτησε το λοιμό που έπληξε την Αθήνα στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και οι Αθηναίοι έφτιαξαν ένα άγαλμα προς τιμή του (πρὸ δὲ τοῦ νεὼ τὸν μὲν Λεωχάρης, ὃν δὲ καλοῦσιν Ἀλεξίκακον Κάλαμις ἐποίησε. τὸ δὲ ὄνομα τῷ θεῷ γενέσθαι λέγουσιν, ὅτι τὴν λοιμώδη σφίσι νόσον ὁμοῦ τῷ Πελοποννησίων πολέμῳ πιέζουσαν κατὰ μάντευμα ἔπαυσε Δελφῶν). Αυτό το άγαλμα βρισκόταν μπροστά από το ναό του Πατρώου Απόλλωνα στην αγορά των Αθηνών.
Αμυκλαίος
- Στις Αμυκλές της Λακωνίας υπήρχε άγαλμα του Αμυκλαίου Απόλλωνα (Λακωνικά III 18.9 και 19.2-19.3). Είχε ύψος 14 μέτρων περίπου και παρουσίαζε τον Απόλλωνα να φορά στο κεφάλι του κράνος και να κρατάει λόγχη (μέγεθος δὲ αὐτοῦ μέτρῳ μὲν οὐδένα ἀνευρόντα οἶδα, εἰκάζοντι δὲ καὶ τριάκοντα εἶναι φαίνοιντο ἂν πήχεις. ἔργον δὲ οὐ Βαθυκλέους ἐστίν, ἀλλὰ ἀρχαῖον καὶ οὐ σὺν τέχνῃ πεποιημένον: ὅτι γὰρ μὴ πρόσωπον αὐτῷ καὶ πόδες εἰσὶν ἄκροι καὶ χεῖρες, τὸ λοιπὸν χαλκῷ κίονί ἐστιν εἰκασμένον. ἔχει δὲ ἐπὶ τῇ κεφαλῇ κράνος, λόγχην δὲ ἐν ταῖς χερσὶ καὶ τόξον.). Το άγαλμα ήταν τοποθετημένο σε βάθρο και σύμφωνα με την παράδοση που παραθέτει ο Παυσανίας, εκεί βρίσκονταν θαμένος ο Υάκινθος (οῦ δὲ ἀγάλματος τὸ βάθρον παρέχεται μὲν βωμοῦ σχῆμα, τεθάφθαι δὲ τὸν Ὑάκινθον λέγουσιν ἐν αὐτῷ).
Δελφίνιος
- Ο προστάτης των ναυτικών και των θαλασσινών ταξιδιών. Κατά τον Παυσανία (Αττικά Ι 19.1), ο ναός του Δελφινίου Απόλλωνος βρίσκονταν ανατολικά του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα (μετὰ δὲ τὸν ναὸν τοῦ Διὸς τοῦ Ὀλυμπίου πλησίον ἄγαλμά ἐστιν Ἀπόλλωνος Πυθίου· ἔστι δὲ καὶ ἄλλο ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Δελφινίου.).
Επικούριος
- Ο θεός που βοηθάει του ανθρώπους. Στην Αρκαδία λάτρευαν τον Επικούριο Απόλλωνα, επειδή βοήθησε τους ανθρώπους να ξεπεράσουν μια θανατηφόρα ασθένεια (Αρκαδικά VIII 41.8). Γι' αυτό και έχτισαν τον ομώνυμο ναό στις Βάσσες της Φιγαλίας (ναῶν δὲ ὅσοι Πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τὸν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἂν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα. τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῷ Ἀπόλλωνι ἐπικουρήσαντι ἐπὶ νόσῳ λοιμώδει, καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον.).
Μοιραγέτης
- Ο θεός του πεπρωμένου και του θανάτου
Νόμιος
- Ο θεός των βοσκών
Κουροτρόφος
- Ο προστάτης της νεότητας
Παρνόπιος
- Ο προστάτης της αγροτικής παραγωγής. Στην Ακρόπολη των Αθηνών υπήρχε χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα Παρνοπίου απέναντι από τον Παρθενώνα (Αττικά I 24.8).
Πυθαεύς
- Ναός του Απόλλωνα Πυθαέως υπήρχε στην αρχαία Ερμιόνη (Κορινθιακά ΙΙ 35.2). Ο Παυσανίας αναφέρεται στην Τελέσιλλα και γράφει ότι το όνομα Πυθαεύς δόθηκε από τους Αργείους στον Απόλλωνα, επειδή ο Πυθαεύς επισκέφτηκε πρώτος αυτή την περιοχή και ήταν γιος του Απόλλωνα. Άλλος ναός υπήρχε στην αρχαία Ασίνη. Εκεί έθαψαν οι Αργείοι τον Λυσίστρατο έπειτα από την κατάληψη της πόλης (Κορινθιακά ΙΙ 36.5) (Ἀργεῖοι δὲ ἐς ἔδαφος καταβαλόντες τὴν Ἀσίνην καὶ τὴν γῆν προσορισάμενοι τῇ σφετέρᾳ Πυθαέως τε Ἀπόλλωνος ὑπελίποντο ἱερὸν--καὶ νῦν ἔτι δῆλόν ἐστι--καὶ τὸν Λυσίστρατον πρὸς αὐτῷ θάπτουσιν).
Σωτήρας
- Ο θεός της κάθαρσης και λυτρωτής των ανθρώπων από το κακό.

Απόλλων και Μαρσύας

Ο Σειληνός Μαρσύας από τη Φρυγία ήταν δεξιοτέχνης στο διπλό αυλό. Έπαιζε τόσο όμορφα που όλοι σταματούσαν για να ακούσουν το τραγούδι του. Κυριευμένος από έπαρση, προκάλεσε τον Απόλλωνα σε διαγωνισμό μουσικής. Ο Απόλλωνας δέχτηκε την πρόσκληση και ήρθε ντυμένος με μακρύ χιτώνα, ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και τη χρυσή λύρα στα χέρια του. Ο θεός νίκησε στο διαγωνισμό και για να τιμωρήσει τον Μαρσύα, διέταξε να τον κρεμάσουν και να τον γδάρουν ζωντανό σε μια σπηλιά της Φρυγίας.

Απόλλων και Δάφνη

Η Δάφνη ήταν κόρη του Πηνειού και της Γαίας. Ο Έρωτας χτύπησε τον Απόλλωνα με το βέλος που άναψε μέσα του ένα τρομερό πάθος για αυτήν. Άρχισε να κυνηγά τη Δάφνη και να την παρενοχλεί ερωτικά. Εκείνη για να γλιτώσει, μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό. Τότε ο Απόλλωνας απαρηγόρητος έκοψε ένα κλαδί από το φυτό και στόλισε το μέτωπο και τη λύρα του. Ο Παυσανίας στο έργο του Ελλάδος Περιήγησις (Φωκικά Χ 5.5) αναφέρει τη Δάφνη ως μάντισσα στο μαντείο των Δελφών την εποχή που αυτό βρίσκονταν στην κατοχή της Γαίας (ἡ δὲ λεωφόρος αὐτόθεν ἡ ἐς Δελφοὺς καὶ προσάντης γίνεται μᾶλλον καὶ ἀνδρὶ εὐζώνῳ χαλεπωτέρα. λέγεται δὲ πολλὰ μὲν καὶ διάφορα ἐς αὐτοὺς τοὺς Δελφούς, πλείω δὲ ἔτι ἐς τοῦ Ἀπόλλωνος τὸ μαντεῖον. φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ' αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς:).

Γιορτές προς τιμή του θεού

Άπόλλωνας

1. Στεπτήρια-Δαφνηφορία

Για την αναπαράσταση της νίκης του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα στους Δελφούς, γίνονταν κάθε εννέα χρόνια μια γιορτή, τα Στεπτήρια. Κατασκεύαζαν μια ξύλινη καλύβα, που αναπαριστούσε τη φωλιά του Πύθωνα. Ένας όμορφος έφηβος αριστοκρατικής καταγωγής υποδυόταν τον Απόλλωνα και έφτανε την καθορισμένη μέρα έξω από την καλύβα. Η πομπή των νεαρών αντρών που ακολουθούσε τον έφηβο πυρπολούσε την καλύβα με τους αναμμένους πυρσούς. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες στη γιορτή επέστρεφαν στα Τέμπη, όπως είχε κάνει και ο Απόλλωνας. Εκεί ο έφηβος υποβαλλόταν σε τελετές κάθαρσης και εξαγνισμού.

Μετά τον εξαγνισμό, ο έφηβος έκοβε ένα κλαδί από την ιερή δάφνη και επέστρεφε πανηγυρικά στους Δελφούς συνοδεία πομπής. Η γιορτή της επιστροφής του Απόλλωνα στους Δελφούς ονομάζονταν Δαφνηφορία.

2. Θαργήλια

Τα Θαργήλια ήταν μια από τις σημαντικότερες γιορτές στην αρχαία Ελλάδα. Τελούνταν το μήνα Θαργηλιώνα, δηλαδή περί τα μέσα Μαΐου, στην αρχαία Αθήνα προς τιμή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Η γιορτή πήρε το όνομα της από τη λέξη θάργηλος, που σήμαινε το ψωμί που παραγόταν από τους πρώτους καρπούς της συγκομιδής των δημητριακών. Στα Θαργήλια γίνονταν μουσικοί αγώνες, στους οποίους έπαιρναν μέρος άντρες και παιδιά. Το βραβείο του νικητή ήταν ένας τρίποδας, που αφιερώνονταν στο ιερό του Απόλλωνα στην Αθήνα.

Ο Απόλλωνας ασκούσε σοβαρή επίδραση στους καρπούς της γης, άλλοτε ευεργετική και άλλοτε βλαβερή. Αυτός έκανε τους καρπούς να ωριμάζουν, όπως επίσης τους ξέραινε και τους έκαιγε. Οι πιστοί λοιπόν ένιωθαν την ανάγκη να ευχαριστήσουν το θεό για την ωρίμανση των καρπών και να επικαλεστούν την εύνοια του, ώστε να μην τους καταστρέψει με τη θερμή ακτινοβολία του.

Στη γιορτή αυτή γινόταν επίσης και η τελετή εκδίωξης του Φαρμακού από την πόλη. Ήταν μια τελετή εξαγνισμού με σκοπό την απαλλαγή της πόλης από το κακό, τις συμφορές και τις αρρώστιες. Ο φαρμακός ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος επάνω στον οποίο είχαν φορτώσει όλα τα δεινά. Περιέφεραν με πομπή στην πόλη δυο ανθρώπους, έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο άντρας είχε μαύρα σύκα τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του και η γυναίκα λευκά. Τους οδηγούσαν έξω από την πόλη και τους υποχρέωναν να απομακρυνθούν από αυτήν. Κάποιες φορές τους μαστίγωναν μέχρι θανάτου ή τους έκαιγαν στην πυρά.

3. Υακίνθια

Ο Υάκινθος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος από τις Αμυκλές της Λακωνίας. Ο Απολλόδωρος στο έργο του Βιβλιοθήκη (Α 3.3) μας περιγράφει συνοπτικά το μύθο του Υάκινθου και του Απόλλωνα. Σύμφωνα με αυτόν, ο Απόλλωνας ερωτεύτηκε τον Υάκινθο εξαιτίας της ομορφιάς του, αλλά άθελα του τον σκότωσε ρίχνοντας του ένα δίσκο. Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου που την παρουσιάζει ο Οβίδιος στο έργο του Μεταμορφώσεις (X 184-219) και τη μεταφέρει ο καθηγητής Πανεπιστημίου και μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας Paul Decharme (1839-1905) στο τρίτομο έργο του ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (Εκδόσεις Μέρμηγκα, Αθήνα 1996), τον Υάκινθο αγαπούσαν ο Βορέας και ο Ζέφυρος, οι οποίοι ζήλευαν τον Απόλλωνα και άλλαξαν την κατεύθυνση του δίσκου ώστε να χτυπήσει τον Υάκινθο. Από το αίμα του φύτρωσε το ομώνυμο λουλούδι. Ο δίσκος του θεού είναι ο ηλιακός δίσκος και ο υάκινθος είναι το λουλούδι που φυτρώνει με τις ανοιξιάτικες βροχές. Έτσι ο θάνατος του Υάκινθου συμβολίζει τις καυτές ακτίνες του ήλιου που καταστρέφουν κάθε νέα βλάστηση της άνοιξης.

Εκείνη την εποχή τελούσαν τα Υακίνθια στη Λακωνία. Η πρώτη μέρα της γιορτής ήταν αφιερωμένη σε τελετές θλίψης. Θρηνούσαν το χαμό του όμορφου νέου και άφηναν νεκρώσιμες προσφορές στον τάφο του, που βρισκόταν στα πόδια του αγάλματος του (τοῦ δὲ ἀγάλματος τὸ βάθρον παρέχεται μὲν βωμοῦ σχῆμα, τεθάφθαι δὲ τὸν Ὑάκινθον λέγουσιν ἐν αὐτῷ, καὶ Ὑακινθίοις πρὸ τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος θυσίας ἐς τοῦτον Ὑακίνθῳ τὸν βωμὸν διὰ θύρας χαλκῆς ἐναγίζουσιν:) (Λακωνικά, III 19.3). Η δεύτερη ημέρα της γιορτής ήταν χαρούμενη. Πολλοί νέοι έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν. Με αυτόν τον τρόπο εξυμνούσαν και αποθέωναν την αθανασία του νεκρού νέου.

4. Κάρνεια

Τα Κάρνεια ήταν η μεγάλη γιορτή των Σπαρτιατών προς τιμή του Κάρνειου Απόλλωνα. Γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια και διαρκούσε εννιά μέρες. Οι Σπαρτιάτες έστηναν εννέα σκηνές, στις οποίες ζούσαν εννέα άνθρωποι, που αντιπροσώπευαν τρεις φατρίες. Εκλέγονταν πέντε άνδρες από κάθε φυλή που ονομάζονταν Καρνεάτες και είχαν την επιμέλεια όλης της γιορτής. Ο ιερέας που είχε την ευθύνη των θυσιών λέγονταν αγητής και η ημέρα των θυσιών Αγητόρια. Οι άντρες που εκλέγονταν από την κάθε φυλή έπρεπε να είναι άγαμοι και δεν μπορούσαν να νυμφευτούν στη διάρκεια των τεσσάρων ετών.

Στη γιορτή γίνονταν ένας αγώνας σταφυλοδρόμων. Ένας από τους Καρνεάτες, αφού απηύθυνε ευχές στην πόλη για το τέλος της συγκομιδής, απομακρύνονταν από τους σταφυλοδρόμους. Τότε αυτοί άρχιζαν να τον καταδιώκουν, κρατώντας τσαμπιά από σταφύλια στα χέρια τους. Αν τον έπιαναν, θεωρούνταν καλός οιωνός για την πόλη. Ενώ αν ο νέος ξέφευγε, θεωρούνταν κακός οιωνός.

5. Πυανέψια

Τα Πυανέψια ήταν φθινοπωρινή γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα και γιορτάζονταν το μήνα Πυανεψιών, μετά το καλοκαίρι. Γινόταν προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής και ήταν μια γιορτή με ευχαριστήριο χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γινόταν πομπή κοντά στο ναό του Απόλλωνα. Έβραζαν όσπρια και λαχανικά, μέρος των οποίων πρόσφεραν στο θεό. Τον ευχαριστούσαν για την αφθονία καρπών και η γιορτή συνεχιζόταν με τη μεταφορά της ειρεσιώνης. Η ειρεσιώνη ήταν κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί, όπου έδεναν όλων των ειδών τα φρούτα, καθώς και μπουκαλάκια με κρασί και λάδι. Ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς, μετέφερε την ειρεσιώνη και την κρεμούσε στις πόρτες του ναού του Απόλλωνα, για να τον ευχαριστήσουν για τη γονιμότητα της γης και την αφθονία των καρπών της. Επίσης κρεμούσαν την ειρεσιώνη στις πόρτες των σπιτιών τους, ως φυλακτό ενάντια στο λοιμό και λιμό, για ένα χρόνο.

Ορφικός ύμνος προς τον Απόλλωνα

Απόλλωνος θυμίαμα, μάνναν

Ἐλѳέ, μάκαρ, Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε, Λυκωρεῦ,
Μεμφῖτ', ἀγλαότιμε, ἰήιε, ὀλβιοδῶτα,
χρυσολύρη, σπερμεῖε, ἀρότριε, Πύѳιε, Τιτάν,
Γρύνειε, Σμινѳεῦ, Πυѳοκτόνε, Δελφικέ, μάντι,
ἄγριε, φωσφόρε δαῖμον, ἐράσμιε, κύδιμε κοῦρε,
μουσαγέτα, χοροποιέ, ἑκηβόλε, τοξοβέλεμνε,
Βράγχιε καὶ Διδυμεῦ, ἑκάεργε, Λοξία, ἁγνέ,
Δήλι' ἄναξ, πανδερκὲς ἔχων φαεσίμβροτον ὄμμα,
χρυσοκόμα, καѳαρὰς φήμας χρησμούς τ' ἀναφαίνων·
κλῦѳί μου εὐχομένου λαῶν ὕπερ εὔφρονι ѳυμῶι·
τόνδε σὺ γὰρ λεύσσεις τὸν ἀπείριτον αἰѳέρα πάντα
γαῖαν δ' ὀλβιόμοιρον ὕπερѳέ τε καὶ δι' ἀμολγοῦ,
νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν ὑπ' ἀστεροόμματον ὄρφνην
ῥίζας νέρѳε δέδορκας, ἔχεις δέ τε πείρατα κόσμου
παντός· σοὶ δ' ἀρχή τε τελευτή τ' ἐστὶ μέλουσα,
παντοѳαλής, σὺ δὲ πάντα πόλον κιѳάρηι πολυκρέκτωι
ἁρμόζεις, ὁτὲ μὲν νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων,
ἄλλοτε δ' αὖѳ' ὑπάτης, ποτὲ Δώριον εἰς διάκοσμον
πάντα πόλον κιρνὰς κρίνεις βιοѳρέμμονα φῦλα,
ἁρμονίηι κεράσας {τὴν} παγκόσμιον ἀνδράσι μοῖραν,
μίξας χειμῶνος ѳέρεός τ' ἴσον ἀμφοτέροισιν,
ταῖς ὑπάταις χειμῶνα, ѳέρος νεάταις διακρίνας,
Δώριον εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνѳος.
ἔνѳεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλήιζουσιν ἄνακτα,
Πᾶνα, ѳεὸν δικέρωτ', ἀνέμων συρίγμαѳ' ἱέντα·
οὕνεκα παντὸς ἔχεις κόσμου σφραγῖδα τυπῶτιν.
κλῦѳι, μάκαρ, σώζων μύστας ἱκετηρίδι φωνῆι.

Μετάφραση

Έλα, ω μακάριε Παιάν, πού φόνευσες τον Τιτυόν, Φοίβε Λυκωρέα,
Μεμφίτη, συ που τιμάσαι λαμπρά, ο ίηιος, ο παρέχων ευτυχία,
που έχεις χρυσή λύρα και έχεις σχέση με τα σπέρματα,
ο προστάτης των καλλιεργητών, ο Πύθιος, ο Τιτάν, ο Γρύνειος,
ο Σμινθεύς, ο φονιάς του Πύθωνα, ο Δελφικός, ο μάντης, ο άγριος,
ο θεός πού φέρει το φως, ο αγαπητός,
ο ένδοξος νέος συ που είσαι ο ηγέτης των Μουσών,
ο αρχηγός του χορού, ο μακροβόλος, ο τοξοβόλος
ο Βράγχιος και Διδυμεύς, ο τοξότης, ο Λοξίας, ο αγνός,
ω ανακτά της Δήλου, που το μάτι σου,
που φωτίζει τους ανθρώπους, βλέπει τα πάντα,
συ με την χρυσή κόμη, που μας δίνεις προφητικές
καθαρές φωνές και χρησμούς,
άκουσε την προσευχή μου υπέρ των λαών με ευφρόσυνη καρδιά,
διότι εσύ βλέπεις όλον αυτόν τον απέραντο αιθέρα
και από επάνω βλέπεις την ευτυχισμένη γη
και από κάτω στο σκοτάδι κατά την νύκτα εν ώρα ησυχίας,
πού έχεις για μάτια τα άστρα, βλέπεις τις ρίζες,
και έχεις τα πέρατα όλου του κόσμου·
εσύ φροντίζεις για την αρχή και το τέλος,
και κάνεις να θάλλουν τα πάντα·
εσύ συναρμόζεις κάθε πόλο με την κιθάρα,
πού έχει μεγάλο ήχον άλλοτε μεν βαδίζων προς τα τέρματα της νεάτης,
άλλοτε πάλι προς την ύπατη,
άλλοτε δε συμμειγνύων κάθε πόλο εις την Δωρική διάταξη.
Διαχωρίζεις τα διατηρούμενα εις την ζωήν φύλα συγκεράσας
δια της αρμονίας την παγκόσμιο μοίρα των ανθρώπων·
ανέμειξες εξ ίσου και με τα δύο τον χειμώνα και το θέρος,
διαχώρισες δε τον χειμώνα εις υπάτας και το θέρος με τις νεάτες
και σχημάτισες το ωραίο Δωρικό άνθος του πολυαγαπημένου έαρος
Εξ αυτού οι άνθρωποι σε καλούν με την επωνυμία
ανακτά Πάνα θεό με δύο κέρατα,
πού αφήνεις τα σφυρίγματα των ανέμων
και γι αυτό κρατείς την σφραγίδα,
που δίνει τον τύπο σε όλον τον κόσμο
άκουσε με μακάριε, και σώσε τους μυημένους που σε ικετεύουν.